
Δεν είναι αναγκαίο να είναι κανείς θρήσκος για να νιώσει το μεγαλείο της λύπης του Μεγαλοβδόμαδου, φτάνει να έχει ακόμα ανθρώπους μέσα του, ζωντανούς και νεκρούς, να κλει’ μέσα του τους δικούς του Χριστούς. Και να συνεχίζει να ανάβει το κεράκι του στο ξωκλήσι του αγίου Λύπιου: « ζήτα το δάκρυ να ελεήσει τα ξερά σου μάτια/ κλάψε να πλύνεις το κορμί σου από τις λάσπες και τα εγκώμια…» (Β. Λεοντάρης). Δυστυχώς στις μέρες μας ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο, βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά, μιλάει μόνο με σήματα μες στη οχλαγωγία της ερημιάς, στις φαντασμαγορίες του τίποτε. Μας ψέκασαν με αναισθητικό, έτσι που αποξενωθήκαμε από τον πόνο και γίναμε κραυγή έξω από τον πόνο. Απωλέσαμε τη θεσπέσια υμνωδία της λύπης, τη Μεγάλη Εβδομάδα μας.
Μα ό,τι κι αν δηλώνουμε σήμερα, άθεοι ή αγνωστικιστές, από την Ορθοδοξία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Έχουμε μια στενή βιωματική σχέση μαζί της, είναι διαποτισμένη στα κύτταρά μας, καθότι, ιδιαιτέρως στην παιδική μας ηλικία, ο ναός στο χωριό ή στη γειτονιά της πόλης υπήρξε και είναι ακόμα και σήμερα (τουλάχιστον στη μνήμη μας) σημείο αναφοράς της ίδιας της ζωής μας: από το παιχνίδι στον αυλόγυρο της εκκλησίας στα βαφτίσια, στους γάμους και στις κηδείες. Γι αυτό δες τε πως «έκλεψαν» (εμπνεύστηκαν) δυο άθεοι ποιητές από το θρήνο της Μεγάλης Εβδομάδας: «Γιε μου, ποια Μοίρα στο ‘γραψε και ποια μου το ‘χει γράψει/ τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθια μου να ανάψει;…Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω/ άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες επάνω…» (Επιτάφιος, Γιάννης Ρίτσος). «Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου/ άνοιξη μου γλυκιά , γυρισμό που δεν έχεις/ η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου/ δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου;» (Η μάνα του Χριστού, Κώστας Βάρναλης). «Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;/ Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφή ερημική;/ Ξέρω πως θα ‘χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή/ που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις» (Οι πόνοι της Παναγίας, Κώστας Βάρναλης).
Ποια απ’ τα παιδιά μας σήμερα, απ’ τους νέους μας, παρά την τόση πληροφόρηση, γνωρίζει το Ρωμανό το Μελωδό, τον Ιωάννη το Δαμασκηνό; Κι εμείς δε γνωρίζαμε τα ονόματα των μεγάλων υμνωδών, μα είμαστε τυχεροί, γιατί αξιωθήκαμε να κοινωνήσουμε και να βιώσουμε την ποιητική και μουσική στίλβη (λάμψη) των ύμνων τους. Πρώτη και μέγιστη η ευθύνη των ταγών της εκκλησίας γι αυτή την αποξένωσή μας. Αφ’ ότου ενέσκηψε η «πρόοδος» και στους ναούς, χάθηκε και η μαγεία της υμνωδίας. Τα μεγάφωνα, οι ηλεκτρικές καμπάνες, ο λουσάτος φωτισμός, η επιδειξιμανία της ένδυσης, ο έκδηλος νεοπλουτισμός καθώς και άλλα δρουν αποτρεπτικά στο στοχασμό και στην κοινωνία της χαρμολύπης. Και όπως γράφει ο Γ. Κοροπούλης στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας (11-4-08) «Το κομμένο νήμα της ποίησης (των ύμνων) μπλέκεται τώρα με φανταιζί και μαύρες κλωστές υφαίνοντας τα πεποικιλμένα άμφια και το ανούσιον του θεάματος που οι πιστοί τηλεθεατές θα καταναλώσουν».
Ας είναι… έτσι ήρθαν τα πράγματα κι έτσι θα πάνε, αν δεν τα αλλάξουμε… «Καλή Ανάσταση!» με στίχους: «Ανάσταση είναι σήμερα. Παιδιά, γυναίκες, γέροι/ κόκκινο αβγό στην τσέπη τους, χρυσό κερί στο χέρι/ όσα άστρα είναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα/ όλα έχουνε στην καθαρή ψυχή Απρίλη μήνα/ της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλή οι στύλοι/ ειρήνη! ειρήνη! Φιληθείτε οχτροί μαζί και φίλοι» (Η γυναίκα, Κώστας Βάρναλης).Γιάννης Π. Τζήκας, «Μεγάλη εβδομάδα: Από λύπην υπάρχουμε»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.