Είναι (η) ποίηση! Διάλογοι ποιητών, με αφορμή την παγκόσμια ημέρα Ποίησης.
ΗΜΑΡ ΕΑΡΟΣ
επιμόρφωση β επιπέδου
Κυριακή 21 Μαρτίου 2021
Είναι (η) ποίηση! Διάλογοι ποιητών, με αφορμή την παγκόσμια ημέρα Ποίησης.
Σάββατο 20 Μαρτίου 2021
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Η ΚΟΡΗ ΟΦΘΑΛΜΟΥ.
Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021
«Sirena» του Giulio Aristide Sartorio
Ένα πράσινο κύμα ρέει: σε αυτή την κοίλη χλωμή γοργόνα με τα διάσπαρτα λίκνα της που εγκαταλείπεται, το ένα χέρι βυθισμένο και διαφανές στο νερό, το άλλο διπλωμένο πάνω στο στήθος της, με δελεαστική απαλότητα. Από την κορυφή της εικόνας ένα κοντό σκάφος λυγίζει για να ακολουθήσει το κύμα. Στη βάρκα, απλωμένος και ύπτιος, ένας έφηβος περιβάλλει την αναδυόμενη μάγισσα με το ένα χέρι. Σε αυτό το κύμα ολόκληρη η εικόνα κόβεται με μεγάλη τόλμη. Και φαίνεται να ονειρεύεσαι, όταν το κοιτάς » .
(L. Pirandello, Συγγραφικά εικαστικής τέχνης , Μιλάνο 1987).
Με αυτά τα λόγια, ο Luigi Pirandello σχολιάζει τη ζωγραφική του Giulio Aristide Sartorio , που έγινε το 1893. Η ιδέα ενός τέτοιου θέματος, που αγαπήθηκε πολύ από τους Άγγλους προ-Ραφαηλίτες, ήρθε στο Sartorio αφού επισκέφτηκε το Green Grotto στο Κάπρι.
Η σύνθεση με βαθύ οριζόντιο κόψιμο είναι χτισμένη γύρω από το σχήμα της γοργόνας, με κυματοειδή σχήματα και μακριά κόκκινα μαλλιά που αιωρούνται στο νερό. Το σώμα της στηρίζεται από έναν νεαρό ψαρά ξαπλωμένο σε μια βάρκα, του οποίου το δέρμα καίγεται από τον ήλιο και το αλάτι έρχεται σε αντίθεση με το διάφανο δέρμα της γυναίκας. Τα κρανία που μπορούν να κοιτάξουν με διαφάνεια στον βυθό, σημαίνουν το θλιβερό τέλος που θα έχει το νεαρό θύμα στην αγκαλιά του γοητευτή. Σε αυτό το έργο μπορούμε να διαβάσουμε ξεκάθαρα μια αλληγορία στην οποία ο άνδρας και η γυναίκα παρουσιάζονται ως καθαρό ένστικτο: ο άντρας, μια δέσμη καφέ μυών που δονείται με δύναμη, η γυναίκα μια πράσινη χρυσή θήκη ομορφιάς και ευχαρίστησης. .Σύμβολο της θανατηφόρας παγίδας που μας τείνουν οι αισθήσεις, οι σειρήνες είχαν έντονα αρνητική χροιά στην ιστορία της τέχνης. Με το ελικοειδές σώμα και την πειστική φωνή τους, ωθούν τον άνθρωπο να εγκαταλείψει το σωστό δρόμο. Μακριά από τη λογική, καθοδηγούμενος από τα πρωταρχικά του ένστικτα, πληρώνει για τα λάθη του με τη ζωή του. Από αυτήν την άποψη, η ιστορία που περιέχεται στην Οδύσσεια του Ομήρου είναι εύγλωττη. Ο Οδυσσέας ζητά να δεθεί από τους άντρες του στον ιστό του πλοίου για να αποφύγει να παραδοθεί σε αυτό που δεν είναι πλέον ένας απλός πειρασμός, αλλά ένα ξόρκι αγάπης που θα οδηγούσε στην εγκατάλειψη της πρωτεύουσας οδού, με συνέπειες που θα μπορούσαν να είναι θανατηφόρες.Τετάρτη 24 Απριλίου 2019
Γιάννης Π. Τζήκας, «Μεγάλη εβδομάδα: Από λύπην υπάρχουμε»

Δεν είναι αναγκαίο να είναι κανείς θρήσκος για να νιώσει το μεγαλείο της λύπης του Μεγαλοβδόμαδου, φτάνει να έχει ακόμα ανθρώπους μέσα του, ζωντανούς και νεκρούς, να κλει’ μέσα του τους δικούς του Χριστούς. Και να συνεχίζει να ανάβει το κεράκι του στο ξωκλήσι του αγίου Λύπιου: « ζήτα το δάκρυ να ελεήσει τα ξερά σου μάτια/ κλάψε να πλύνεις το κορμί σου από τις λάσπες και τα εγκώμια…» (Β. Λεοντάρης). Δυστυχώς στις μέρες μας ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο, βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά, μιλάει μόνο με σήματα μες στη οχλαγωγία της ερημιάς, στις φαντασμαγορίες του τίποτε. Μας ψέκασαν με αναισθητικό, έτσι που αποξενωθήκαμε από τον πόνο και γίναμε κραυγή έξω από τον πόνο. Απωλέσαμε τη θεσπέσια υμνωδία της λύπης, τη Μεγάλη Εβδομάδα μας.
Μα ό,τι κι αν δηλώνουμε σήμερα, άθεοι ή αγνωστικιστές, από την Ορθοδοξία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Έχουμε μια στενή βιωματική σχέση μαζί της, είναι διαποτισμένη στα κύτταρά μας, καθότι, ιδιαιτέρως στην παιδική μας ηλικία, ο ναός στο χωριό ή στη γειτονιά της πόλης υπήρξε και είναι ακόμα και σήμερα (τουλάχιστον στη μνήμη μας) σημείο αναφοράς της ίδιας της ζωής μας: από το παιχνίδι στον αυλόγυρο της εκκλησίας στα βαφτίσια, στους γάμους και στις κηδείες. Γι αυτό δες τε πως «έκλεψαν» (εμπνεύστηκαν) δυο άθεοι ποιητές από το θρήνο της Μεγάλης Εβδομάδας: «Γιε μου, ποια Μοίρα στο ‘γραψε και ποια μου το ‘χει γράψει/ τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθια μου να ανάψει;…Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω/ άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες επάνω…» (Επιτάφιος, Γιάννης Ρίτσος). «Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου/ άνοιξη μου γλυκιά , γυρισμό που δεν έχεις/ η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου/ δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου;» (Η μάνα του Χριστού, Κώστας Βάρναλης). «Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;/ Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφή ερημική;/ Ξέρω πως θα ‘χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή/ που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις» (Οι πόνοι της Παναγίας, Κώστας Βάρναλης).
Ποια απ’ τα παιδιά μας σήμερα, απ’ τους νέους μας, παρά την τόση πληροφόρηση, γνωρίζει το Ρωμανό το Μελωδό, τον Ιωάννη το Δαμασκηνό; Κι εμείς δε γνωρίζαμε τα ονόματα των μεγάλων υμνωδών, μα είμαστε τυχεροί, γιατί αξιωθήκαμε να κοινωνήσουμε και να βιώσουμε την ποιητική και μουσική στίλβη (λάμψη) των ύμνων τους. Πρώτη και μέγιστη η ευθύνη των ταγών της εκκλησίας γι αυτή την αποξένωσή μας. Αφ’ ότου ενέσκηψε η «πρόοδος» και στους ναούς, χάθηκε και η μαγεία της υμνωδίας. Τα μεγάφωνα, οι ηλεκτρικές καμπάνες, ο λουσάτος φωτισμός, η επιδειξιμανία της ένδυσης, ο έκδηλος νεοπλουτισμός καθώς και άλλα δρουν αποτρεπτικά στο στοχασμό και στην κοινωνία της χαρμολύπης. Και όπως γράφει ο Γ. Κοροπούλης στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας (11-4-08) «Το κομμένο νήμα της ποίησης (των ύμνων) μπλέκεται τώρα με φανταιζί και μαύρες κλωστές υφαίνοντας τα πεποικιλμένα άμφια και το ανούσιον του θεάματος που οι πιστοί τηλεθεατές θα καταναλώσουν».
Ας είναι… έτσι ήρθαν τα πράγματα κι έτσι θα πάνε, αν δεν τα αλλάξουμε… «Καλή Ανάσταση!» με στίχους: «Ανάσταση είναι σήμερα. Παιδιά, γυναίκες, γέροι/ κόκκινο αβγό στην τσέπη τους, χρυσό κερί στο χέρι/ όσα άστρα είναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα/ όλα έχουνε στην καθαρή ψυχή Απρίλη μήνα/ της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλή οι στύλοι/ ειρήνη! ειρήνη! Φιληθείτε οχτροί μαζί και φίλοι» (Η γυναίκα, Κώστας Βάρναλης).Γιάννης Π. Τζήκας, «Μεγάλη εβδομάδα: Από λύπην υπάρχουμε»
Τρίτη 1 Μαΐου 2018
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΤΙΚΟ ΣΤΕΦΑΝΙ
Το μοναδικό, σχεδόν, έθιμο που εξακολουθεί να μας συνδέει με την παραδοσιακή Πρωτομαγιά, είναι το πρωτομαγιάτικο στεφάνι.
Η Πρωτομαγιά είναι μια γιορτή της άνοιξης και της φύσης με πανάρχαιες ρίζες, πλούσια σε εκδηλώσεις σε παλαιότερες εποχές. Στις μέρες μας η Πρωτομαγιά με το μάζεμα των λουλουδιών για το πρωτομαγιάτικο στεφάνι, ενισχύει τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, από την οποία οι περισσότεροι, δυστυχώς, έχουμε απομακρυνθεί, ζώντας στις απρόσωπες μεγαλουπόλεις.
Σύμφωνα με τη διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αικατερίνη Καμηλάκη, το στεφάνι κατασκευαζόταν με βέργα από ευλύγιστο και ανθεκτικό ξύλο κλήματος ή άλλο και στολιζόταν με λουλούδια και κλαδάκια καρποφόρων δέντρων, όπως η αμυγδαλιά, η συκιά και η ροδιά. Ακόμα, το διακοσμούσαν με στάχυα από σιτάρι και κριθάρι, με κρεμμύδι αλλά και σκόρδο για το μάτι. Η χρησιμοποίηση πρασινάδας και όχι τόσο λουλουδιών με σκοπό τη μετάδοση της γονιμότητάς τους ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των μαγιάτικων συνηθειών. Στον αγροτικό χώρο, μάλιστα, δε θεωρείτο απαραίτητο το πλέξιμο στεφανιών. Αρκούσε η τοποθέτηση πάνω από την πόρτα του σπιτιού μιας δέσμης από χλωρά κλαδιά ελιάς, συκιάς, νερατζιάς, πορτοκαλιάς και άλλα μαζί με λουλούδια. Απαραίτητη ήταν, επίσης, η ύπαρξη μεταξύ τους φυτών αποτρεπτικών του κακού, όπως είναι η τσουκνίδα, το σκόρδο και άλλα.
Σύμφωνα με κείμενο του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Μιχάλη Τιβέριου, το μαγιάτικο κλαδί ή το άνθινο στεφάνι, έχει κατά πάσα πιθανότητα τις ρίζες του στην αρχαιότητα: «Είναι γνωστό ότι στην αρχαία Ελλάδα τέτοια κλαδιά ή στεφάνια τα χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι δεν έλειπαν από καμία σημαντική εκδήλωση του δημόσιου, ιδιωτικού και θρησκευτικού βίου. Επιπλέον, είναι αξιοπρόσεκτο ότι μια σημαντική γιορτή ενός μήνα των αρχαίων, του Θαργηλίωνος, που αντιστοιχούσε, περίπου, με το δικό μας Μάιο, περιλάμβανε στα δρώμενά της την κατασκευή ενός κλαδιού ανάλογου με το μαγιάτικο. Το κλαδί αυτό δεν το έφτιαχναν με άνθη, αλλά με κλαδιά οπωροφόρων δέντρων, στα οποία αναρτούσαν κρεμμύδι και σκόρδο».
Στις μέρες μας που έχουμε καθιερώσει στεφάνια από λουλούδια του αγρού ή των κήπων, τα οποία τοποθετούμε για μερικές μέρες στην κύρια είσοδο των σπιτιών μας. Δύσκολα μπορεί, πια, να ανιχνευτεί συμβολισμός στο σύγχρονο πρωτομαγιάτικο στεφάνι, κατά το Μιχάλη Τιβέριο, αφού για τους περισσότερους δεν αποτελεί, ίσως, τίποτα περισσότερο από μια όμορφη και μυρωδάτη σύνθεση λουλουδιών, χωρίς να παραπέμπει σε συσχετισμούς σύμφωνα με τους οποίους «χαρίζει» στους ενοίκους ενός σπιτιού υγεία, καλή τύχη, ειρήνη, ευτυχία και ευφορία. Σίγουρα, όμως, η κατασκευή του χαρίζει ευφορία σε μεγάλους και μικρούς, που ξεφεύγοντας από τις πόλεις αναζητούν τη χαρά της άνοιξης στην ολάνθιστη φύση.