Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Είναι (η) ποίηση! Διάλογοι ποιητών, με αφορμή την παγκόσμια ημέρα Ποίησης.

   Είναι (η) ποίηση! Διάλογοι ποιητών, με αφορμή την παγκόσμια ημέρα Ποίησης.

Κ. Καβάφης: «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως
που κάπως ξέρεις από φάρμακα ·
Ναρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Τα φάρμακα σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που καμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή».
Κ. Καρυωτάκης: « Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε»
Γ. Σεφέρης: Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; »
T. Σ. Eλιοτ «Η αυθεντική ποίηση μπορεί να αρέσει προτού γίνει κατανοητή»
Γ. Ρίτσος: «Τι ήσυχα που γκρεμίζεται μέσα στην ποίηση ο χρόνος »
Οδυσσέας Ελύτης : «Θεωρώ την ποίηση ως μια πηγή αθωότητας γεμάτη από επαναστατικές δυνάμεις» Τότε όμως η Ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση.« Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε:τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά...»

Κική Δημουλά: «Η ποίηση βοηθάει όσο το κερί σ’ ένα σκοτεινό ξωκλήσι με φευγάτους όλους τους αγίους, παρηγορεί αυτούς που την αγαπούν, αυτούς που πιστεύουν στη μαγεία της… Η ποίηση ωφελεί όσο μια παυσίπονη σε ένα ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο»
Π. Μπουκάλας: ''Τι στα κομμάτια η ποίηση.
Κομμάτια.
Τα κομμάτια σου.
Εσύ τα κομμάτια σου η ποίηση.
Κι αυτό το διαρκώς ανέγγιχτο
Όπου μαθητεύεις
Και σε κινεί να ξανασμίξεις με τον κόσμο,
Μήπως εκεί…''
Τίτος Πατρίκιος: «Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση...Εκεί πάνω η ποίηση βρίσκει τον καθένα μας»
Μιχάλης Γκανάς:«Περί ποιήσεως»
«Κι εσύ που ξέρεις από ποίηση
κι εγώ που δεν διαβάζω
κινδυνεύουμε.
Εσύ να χάσεις τα ποιήματα
κι εγώ τις αφορμές τους.»
Εν τέλει δεν θα βρεις την ποίηση πουθενά, αν δεν κουβαλάς λίγη μαζί σου.
Ζίγκμουντ Φρόιντ: «Οπου και να πάω ανακαλύπτω ότι ένας ποιητής έχει πάει εκεί πριν από μένα» Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο.
Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ.
Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά.
Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες,
το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε.
Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση,
και δη στους καιρούς τους σκληρούς, είναι ακριβώς αυτή:
ότι, η μοίρα μας παρ' όλ' αυτά, βρίσκεται στα χέρια μας.
Οδυσσέας Ελύτης, για την ποίηση (από την ομιλία του κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας)
Ζωγραφική: Μούσα Καλλιόπη (Καλλιέπουσα -προστάτης της επικής ποίησης )Eustache Le Sueur – περίπου 1646-1647
Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο και κάθεται



Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ: Η ΚΟΡΗ ΟΦΘΑΛΜΟΥ.


"Τούτη η κολόνα έχει μια τρύπα, βλέπεις την Περσεφόνη;"
Σεφέρης.
Η Άνοιξη πλέον είναι εδώ. Η φύση για ακόμη μία φορά ξύπνησε. Η Περσεφόνη γύρισε στην αγκαλιά της μητέρας της. Μαζί θα πορευτούν σπέρνοντας αφθονία στων ανθρώπων την γη. Το τι είναι η Περσεφόνη και τι συμβολίζει έχουν γραφτεί πολλά.
Το παρακάτω απόσπασμα επιλέχθηκε από το βιβλίο του Ρ.Καλάσσο, "Οι γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας" και μας δίνει μια πολύ δυνατή ερμηνεία στο γιατί ονομάστηκε Κόρη η Περσεφόνη.


"Μια μέρα είδε ο Δίας το ισχυρό αδερφό του να καταφθάνει στον Όλυμπο. Όποτε ερχόταν ο Άδης, το έκανε για να ζητήσει κάτι. Και ο Δίας γνώριζε τι. Ήθελε μια γυναίκα στο παλάτι του θανάτου. Και δεν θα μπορούσε να είναι άλλη παρά μια κόρη του Δία, μια ανιψιά του που από καιρό ο Δίας παρακολουθούσε.
Η Περσεφόνη ή Περσεφάσσα, ονόματα σκοτεινά, που στις συλλαβές τους αντηχούν η δολοφονία (φόνος) και η λεηλασία (πέρσις) που είχαν επιβληθεί σε ομορφιά χωρίς όνομα, εκείνο της νεανίδας: της Κόρης.
Για τον Δία και τον Ποσειδώνα η γυναίκα ήταν πάντα πληθυντικός, ο Άδης θα ικανοποιόταν με μία.
Η Νέα που ζητούσε ήταν η Κόρη.
Την ήθελε για πάντα δίπλα του, στο θρόνο του βασιλείου των νεκρών.
Ο Άδης διεκδικούσε την κυριαρχία ενός άλλου κόσμου, απομονωμένου, διαχωρισμένου σιωπηλού. Μόνο που εκείνος ο άλλος κόσμος αποκορυφωνόταν στο άνθος του ορατού, και το άνθος αυτό ήταν η Περσεφόνη.
Εκεί που τα σκυλιά είναι ανήμπορα πια να ακολουθήσουν την οσμή της πανούκλας εξαιτίας του έντονου αρώματος των λουλουδιών, σ' ένα λιβάδι αυλακωμένο από το νερό, στον ομφαλό της Σικελίας, κοντά στην Αίτνα, έγινε η αρπαγή της Κόρης.
Την στιγμή όπου η γη σχίστηκε και εμφανίστηκε το άρμα του Άδη, η Κόρη κοίταζε τον νάρκισσο.
Κοίταζε το ε ι δ έ ν α ι.
Ετοιμαζόταν να το κόψει.
Τότε την άρπαξε το αόρατο προς το αόρατο.
Κόρη δεν είναι μόνο η νέα, αλλά και η κόρη του οφθαλμού.
Και η κόρη του οφθαλμού όπως είπε ο Σωκράτης στον Αλκιβιάδη, είναι "το πιο σπουδαίο τμήμα του οφθαλμού", όχι μόνο γιατί είναι εκείνη που "βλέπει", αλλά γιατί όποιος κοιτάζει εκεί συναντά, στο μάτι του άλλου, "το είδωλο εκείνου που κοιτάζει".
Και εάν, όπως ήθελε ο Σωκράτης, το δελφικό ρητό "Γνώθι σαυτόν" μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο μεταφράζοντάς το "κοίτα τον εαυτό σου", η κόρη του οφθαλμού γίνεται το μοναδικό ενδιάμεσο της γνώσης του εαυτού.
Η Κόρη κοίταζε το κίτρινο "θαύμα" του ναρκίσσου. Αλλά γιατί αυτό το κίτρινο λουλούδι, που στολίζει τις γιρλάντες του Έρωτα αλλά και τα νεκρικά στεφάνια, είναι τόσο θαυματουργό;
Τι το διαφοροποιεί από τις βιολέτες, τους κρόκους, τους υακίνθους, με τα οποία ήταν σμαλτωμένο το λιβάδι κοντά στην Αίτνα; Νάρκισσος λεγόταν επίσης και ένας νεαρός που χάθηκε κοιτάζοντας τον εαυτό του.
Η Κόρη, η κόρη του οφθαλμού, βρισκόταν λοιπόν στα πρόθυρα εκείνου του βλέμματος όπου θα αντίκριζε τον εαυτό της.
Άπλωνε το χέρι της για να δρέψει το βλέμμα, αλλά ξεπετάχτηκε ο Άδης. Και ο Άδης άδραξε την Κόρη.
Για μια στιγμή, το βλέμμα της Κόρης αναγκάστηκε να τραβηχτεί από τον νάρκισσο και να συναντήσει τα μάτια του Άδη.
Την κόρη του οφθαλμού της Κόρης υποδέχτηκε άλλη κόρη οφθαλμού, στην οποία αντίκρισε τον εαυτό της.
Και εκείνη η κόρη οφθαλμού άνηκε στο αόρατο.
Υπήρξαν μερικοί που την ίδια στιγμή άκουσαν μια κραυγή. Αλλά τι σήμαινε εκείνη η κραυγή; 'Ήταν μόνο ο τρόμος της νέας που την αρπάζει ένας άγνωστος; Ή μήπως ήταν η κραυγή της ανέκκλητης αναγνώρισης;
Ορισμένοι αρχαίοι ποιητές υπαινίχθηκαν ότι η Περσεφόνη ένοιωσε μια "σκοτεινή επιθυμία" για την απαγωγή, ότι δέθηκε με "ερωτική συμφωνία" με τον βασιλιά του σκότους και ότι εκτέθηκε χωρίς επιφυλάξεις στο άγγιγμα του Άδη.
Η Κόρη αντίκρισε τον εαυτό της στην κόρη του οφθαλμού του Άδη.
Αναγνώρισε στο μάτι που κοιτάζει τον εαυτό του το μάτι ενός άλλου αόρατου.
Αναγνώρισε ότι ανήκε σε εκείνον τον άλλον. Τότε δρασκέλισε το κατώφλι που ετοιμαζόταν να δρασκελίσει καθώς κοίταζε τον νάρκισσο.
Ήταν το κατώφλι της Ελευσίνας.
Εάν η κόρη του οφθαλμού ονομάζεται Κόρη, συνεπάγεται ότι το κατεξοχήν μάτι είναι εκείνο του Άδη, πράγματι, καθώς την άρπαζε, η Κόρη είδε να αντανακλάται στα μάτια του η εικόνα της.
Από τότε, το καθρέφτισμα της νέας στο μάτι έγινε η κόρη, για όλους.
Λες και το μάτι είχε μόλις βγει, χάρη σε μία αρπαγή, από το βασίλειο των νεκρών.
Η όραση ήταν το θήραμα.
Και το μάτι κατέφθανε από το σκότος για να συλλάβει μια νέα και να την κλείσει στο υπόγειο παλάτι του πνεύματος.
Η σημασία της Κόρης, στο μάτι του Άδη διακλαδώνεται: από την μια, επειδή η Κόρη αντικρίζει τον εαυτό της στο μάτι του απαγωγέα της ανακαλύπτει την αντανάκλαση, τον διπλασιασμό, τη στιγμή όπου η συνείδηση αντικρίζει τον εαυτό της, και εκείνο το διπλό βλέμμα, παράδοξα, είναι το τελευταίο όραμα, που δεν επιδέχεται άλλες διαστάσεις.
Γιατί κάθε περαιτέρω διάσπαση δεν πετυχαίνει τίποτα περισσότερο από το να διπλασιάζει το πρώτο, από την άλλη, η κοιλότητα της όρασης υποδέχεται για πρώτη φορά και σφίγγει πάνω της με την συστολή της κόρης τον πόθο της: την εικόνα.
Έτσι τα άκρα του πνεύματος παρευρίσκονται για μια στιγμή, στο μάτι ενός απαγωγέα.

Το γεγονός που λάμβανε χώρα στην Ελευσίνα ήταν ο διαχωρισμός και η επανένωση της δυαδικής θεάς, Δήμητρας - Κόρης (Δηώ), εκείνης που εμφανίζεται καμιά φορά σε δύο ελάχιστα διαφορετικές μορφές αλλά τυλιγμένες στον ίδιο μανδύα.
Ήταν το δράμα της αντανάκλασης που απομακρύνεται από το σώμα από κάθε αντικείμενο, από την γη και μετά επιστρέφει για να επανενωθεί με το σημείο προέλευσης της, αλλά μόνο σε ορισμένα περιοδικά φαινόμενα, όπως οι εκλείψεις.
Με την ανάληψη της Κόρης, το θαύμα περνά από το αντικείμενο στο βλέμμα.
Στην αρχή της περιπέτειάς της, η Κόρη κοιτάζει τον νάρκισσο, "το θαυματουργό ακτινοβόλο λουλούδι, που το λάτρευαν οι αθάνατοι θεοί και οι θνητοί άνθρωποι".
Στο τέλος, όταν επανεμφανίζεται στην γη, η ίδια η Κόρη είναι "ένα μεγάλο θαύμα για τους θεούς και για τους θνητούς ανθρώπους".
Επαναλαμβάνοντας την διατύπωση, ο άγνωστος συγγραφέας των Ομηρικών Ύμνων θέλησε να σφραγίσει την τελείωση μιας ανέκκλητης διαδικασίας: το πέρασμα στην ψυχή.
Και η διατύπωση μας ειδοποιεί ότι το γεγονός αυτό προκάλεσε έκπληξη όχι μόνο στην ιστορία των ανθρώπων, αλλά ακόμη περισσότερο στην θεϊκή ιστορία.
Όταν ο Άδης απαίτησε από τον αδερφό του μια ζωντανή γυναίκα, τότε διαταράχθηκε η ισορροπία της τάξης, που μέχρι τότε γνώριζε μόνο μια υπεράφθονη ζωή, που την αυλάκωναν οι θεϊκές επιδρομές, και μετά παρέδιδε τους νεκρούς σε μια επιβίωση κενή, αδρανή, ασώματη.
Ο Δίας δεν εξαφάνιζε τις θνητές του ερωμένες, τις έπαιρνε και τις εγκατέλειπε.
Ο Άδης αντίθετα θέλει την Κόρη για σύζυγό του, θέλει μια ζωντανή δίπλα στον θρόνο.
Θα λέγαμε ότι με αυτήν του την ενέργεια ο θάνατος θέλει να επιβάλλει στην γη μια επιπλέον προσβολή.
Αλλά ακριβώς τότε, ο θάνατος με την θρασύτητα του εξαπατά τον ίδιο του τον εαυτό.
Με την αρπαγή της Περσεφόνης ο θάνατος αποκτά ένα σώμα, αποκτά σώμα: στο βασίλειο των σκουληκιών υπάρχει τώρα το σώμα μιας θαλερής νέας.
Στον κόσμο δεν αρκούσε πια η οικονομία της μεταμόρφωσης, που για πολύ τον είχε στηρίξει την εποχή των περιπετειών του Δία. Όλα είχαν χάσει την αρχέγονη ρευστότητά τους, είχαν ακινητοποιηθεί σε μια κατατομή και ο αγώνας που είχε διεξαχθεί ανάμεσα στην μια μορφή και στην άλλη, συστελλόταν τώρα ανάμεσα στην εναλλαγή του ορατού και του αόρατου.
Επρόκειτο πλέον να δεχθούν την ζωή όχι μόνο κάτω από την σταθερή μορφή, αλλά και την βεβαιότητα της χωρίς ίχνη εξαφάνισης εκείνης της μορφής.
Η οργή της Δήμητρας είναι η εξέγερση αυτού του νέου καθεστώτος ζωής.
Η θεά όμως δεν ήξερε ότι την ίδια στιγμή εγκαινιαζόταν ένα καινούργιο καθεστώς θανάτου.
Όταν η Περσεφόνη κάθισε στον θρόνο του Άδη και το ευωδιαστό πρόσωπό της ξεπρόβαλε πίσω από την μυτερή γενειάδα του συζύγου της, όταν η Περσεφόνη δοκίμασε το ρόδι των σκοτεινών κήπων, ο θάνατος υποβλήθηκε σε μετάλλαξη, όχι λιγότερο σοβαρή από κείνη που είχε υποβληθεί η ζωή τότε που της αφαιρέθηκε η νέα.
Τα δυο βασίλεια είχαν χάσει την ισορροπία τους τώρα και το ένα ανοιγόταν προς το άλλο.
Ο Άδης επέβαλε στην γη την απουσία, επέβαλε σε κάθε ζωντανή παρουσία να τυλίγεται με τον μανδύα της απουσίας.
Η Περσεφόνη επέβαλε ανάμεσα στους νεκρούς το αίμα, αλλά όχι πια το μαύρο των θυσιών, όχι πια το αίμα που έπιναν οι νεκροί με λαιμαργία.
Ήταν το αόρατο αίμα που εξακολουθούσε να σφύζει στα λευκά της μπράτσα, το αίμα εκείνου που συνεχίζει να είναι ζωντανός, ακόμη και στο παλάτι του θανάτου".


Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

«Sirena» του Giulio Aristide Sartorio

 Ένα πράσινο κύμα ρέει: σε αυτή την  κοίλη χλωμή γοργόνα με τα διάσπαρτα λίκνα της που  εγκαταλείπεται, το ένα χέρι βυθισμένο και διαφανές στο νερό, το άλλο διπλωμένο πάνω στο στήθος της, με δελεαστική απαλότητα. Από την κορυφή της εικόνας ένα κοντό σκάφος λυγίζει για να ακολουθήσει το κύμα. Στη βάρκα, απλωμένος και ύπτιος, ένας έφηβος περιβάλλει την  αναδυόμενη μάγισσα με το ένα χέρι. Σε αυτό το κύμα ολόκληρη η εικόνα κόβεται με μεγάλη τόλμη. Και φαίνεται να ονειρεύεσαι,  όταν το κοιτάς » .

(L. Pirandello, Συγγραφικά εικαστικής τέχνης , Μιλάνο 1987).

Με αυτά τα λόγια, ο Luigi Pirandello σχολιάζει τη ζωγραφική του Giulio Aristide Sartorio , που έγινε το 1893. Η ιδέα ενός τέτοιου θέματος, που αγαπήθηκε πολύ από τους Άγγλους προ-Ραφαηλίτες, ήρθε στο Sartorio αφού επισκέφτηκε το Green Grotto στο Κάπρι.

Η σύνθεση με βαθύ οριζόντιο κόψιμο είναι χτισμένη γύρω από το σχήμα της γοργόνας, με κυματοειδή σχήματα και μακριά κόκκινα μαλλιά που αιωρούνται στο νερό. Το σώμα της  στηρίζεται από έναν νεαρό ψαρά ξαπλωμένο σε μια βάρκα, του οποίου το δέρμα καίγεται από τον ήλιο και το αλάτι έρχεται σε αντίθεση με το διάφανο δέρμα της γυναίκας. Τα κρανία που μπορούν να κοιτάξουν με διαφάνεια στον βυθό, σημαίνουν το θλιβερό τέλος που θα έχει το νεαρό θύμα στην αγκαλιά του γοητευτή. Σε αυτό το έργο μπορούμε να διαβάσουμε ξεκάθαρα μια αλληγορία στην οποία ο άνδρας και η γυναίκα παρουσιάζονται ως καθαρό ένστικτο: ο άντρας, μια δέσμη καφέ μυών που δονείται με δύναμη, η γυναίκα μια πράσινη χρυσή θήκη ομορφιάς και ευχαρίστησης. .Σύμβολο της θανατηφόρας παγίδας που μας τείνουν οι αισθήσεις, οι σειρήνες είχαν έντονα αρνητική χροιά στην ιστορία της τέχνης. Με το ελικοειδές σώμα και την πειστική φωνή τους, ωθούν τον άνθρωπο να εγκαταλείψει το σωστό δρόμο. Μακριά από τη λογική, καθοδηγούμενος από τα πρωταρχικά του ένστικτα, πληρώνει για τα λάθη του με τη ζωή του. Από αυτήν την άποψη, η ιστορία που περιέχεται στην Οδύσσεια του Ομήρου είναι εύγλωττη. Ο Οδυσσέας ζητά να δεθεί από τους άντρες του στον ιστό του πλοίου για να αποφύγει να παραδοθεί σε αυτό που δεν είναι πλέον ένας απλός πειρασμός, αλλά ένα ξόρκι αγάπης που θα οδηγούσε στην εγκατάλειψη της πρωτεύουσας οδού, με συνέπειες που θα μπορούσαν να είναι θανατηφόρες.


Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

Γιάννης Π. Τζήκας, «Μεγάλη εβδομάδα: Από λύπην υπάρχουμε»





Μια κλωστή ποίησης, μια χορδή συγκίνησης διαπερνούσε πάλαι ποτέ τη Μεγάλη Εβδομάδα μας. Και μια θεσπέσια μουσική των θλιμμένων ύμνων της έραινε την παιδική μας αθωότητα. «Τω καιρώ εκείνω», τότε που «αι γενεαί πάσαι ύμνον την ταφή σου…», τότε που σχολιαρόπαιδα ντυμένα με το κοντό παντελονάκι και το πολύχρωμο πουκαμισάκι της άνοιξης στριμωχνόμασταν, κρατώντας το βιβλιαράκι του «Επιτάφιου θρήνου», για το ποιος θα πιάσει την καλύτερη θέση να ψάλλουμε με σέβας και μ’ ένα ρίγος που μας διαπερνούσε, με μια εξαίσια «φάλτσα» φωνή, μέσα στο κατανυκτικό αχνό φως των κεριών: «Η ζωή πώς θνήσκεις; Πώς και τάφω οικείς;… Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;…». Βαθιά εντυπωμένη μέσα μου ακόμη η φωνή, θρηνητική κραυγή, του παπά από την ωραία πύλη, τη φοβερή στιγμή της κορύφωσης του θείου πάθους: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…». Και κένταγε τα σπλάχνα μας η λύπη, γιατί εξανθρωπίζαμε το Χριστό, τον κάναμε ολότελα δικό μας, πατέρα, μάνα, αδερφό, αγαπημένο φίλο, και ο καθένας κείνη τη στιγμή θρηνούσε μέσα του το δικό του εσταυρωμένο, το δικό του ενταφιασμένο. (Γι αυτό ποτέ μην κακολογείτε και μην περιφρονείτε κείνες τις ολόμαυρες γυναίκες με τα βαθουλωμένα από τη λύπη μάτια τους, όταν τις βλέπετε σκυφτές, με βιαστικό βήμα να τρέχουν στους εσπερινούς και στα ψυχοσάββατα, γιατί τους νεκρούς τους βιάζονται να προλάβουν να θρηνήσουν). Κι ύστερα τη Μ. Παρασκευή από νωρίς το πρωί κοριτσόπουλα κι αγόρια, παρέες παρέες, να τρέχουμε στους αγρούς να μαζέψουμε αγριολούλουδα για το στολισμό του Επιτάφιου με συνοδεία το θλιβερό ήχο της καμπάνας (πόσες φορές δεν τσακωθήκαμε, εκεί στο καμπαναριό, για το ποιος έχει σειρά να συνεχίσει το χτύπημά της!). Και γύρω μας και εντός μας η άνοιξη ανθισμένη, ανθισμένα και τα πρώτα μας ερωτικά σκιρτήματα.
Δεν είναι αναγκαίο να είναι κανείς θρήσκος για να νιώσει το μεγαλείο της λύπης του Μεγαλοβδόμαδου, φτάνει να έχει ακόμα ανθρώπους μέσα του, ζωντανούς και νεκρούς, να κλει’ μέσα του τους δικούς του Χριστούς. Και να συνεχίζει να ανάβει το κεράκι του στο ξωκλήσι του αγίου Λύπιου: « ζήτα το δάκρυ να ελεήσει τα ξερά σου μάτια/ κλάψε να πλύνεις το κορμί σου από τις λάσπες και τα εγκώμια…» (Β. Λεοντάρης). Δυστυχώς στις μέρες μας ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο, βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά, μιλάει μόνο με σήματα μες στη οχλαγωγία της ερημιάς, στις φαντασμαγορίες του τίποτε. Μας ψέκασαν με αναισθητικό, έτσι που αποξενωθήκαμε από τον πόνο και γίναμε κραυγή έξω από τον πόνο. Απωλέσαμε τη θεσπέσια υμνωδία της λύπης, τη Μεγάλη Εβδομάδα μας.
Μα ό,τι κι αν δηλώνουμε σήμερα, άθεοι ή αγνωστικιστές, από την Ορθοδοξία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Έχουμε μια στενή βιωματική σχέση μαζί της, είναι διαποτισμένη στα κύτταρά μας, καθότι, ιδιαιτέρως στην παιδική μας ηλικία, ο ναός στο χωριό ή στη γειτονιά της πόλης υπήρξε και είναι ακόμα και σήμερα (τουλάχιστον στη μνήμη μας) σημείο αναφοράς της ίδιας της ζωής μας: από το παιχνίδι στον αυλόγυρο της εκκλησίας στα βαφτίσια, στους γάμους και στις κηδείες. Γι αυτό δες τε πως «έκλεψαν» (εμπνεύστηκαν) δυο άθεοι ποιητές από το θρήνο της Μεγάλης Εβδομάδας: «Γιε μου, ποια Μοίρα στο ‘γραψε και ποια μου το ‘χει γράψει/ τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθια μου να ανάψει;…Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω/ άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες επάνω…» (Επιτάφιος, Γιάννης Ρίτσος). «Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου/ άνοιξη μου γλυκιά , γυρισμό που δεν έχεις/ η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου/ δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου;» (Η μάνα του Χριστού, Κώστας Βάρναλης). «Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;/ Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφή ερημική;/ Ξέρω πως θα ‘χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή/ που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις» (Οι πόνοι της Παναγίας, Κώστας Βάρναλης).
Ποια απ’ τα παιδιά μας σήμερα, απ’ τους νέους μας, παρά την τόση πληροφόρηση, γνωρίζει το Ρωμανό το Μελωδό, τον Ιωάννη το Δαμασκηνό; Κι εμείς δε γνωρίζαμε τα ονόματα των μεγάλων υμνωδών, μα είμαστε τυχεροί, γιατί αξιωθήκαμε να κοινωνήσουμε και να βιώσουμε την ποιητική και μουσική στίλβη (λάμψη) των ύμνων τους. Πρώτη και μέγιστη η ευθύνη των ταγών της εκκλησίας γι αυτή την αποξένωσή μας. Αφ’ ότου ενέσκηψε η «πρόοδος» και στους ναούς, χάθηκε και η μαγεία της υμνωδίας. Τα μεγάφωνα, οι ηλεκτρικές καμπάνες, ο λουσάτος φωτισμός, η επιδειξιμανία της ένδυσης, ο έκδηλος νεοπλουτισμός καθώς και άλλα δρουν αποτρεπτικά στο στοχασμό και στην κοινωνία της χαρμολύπης. Και όπως γράφει ο Γ. Κοροπούλης στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας (11-4-08) «Το κομμένο νήμα της ποίησης (των ύμνων) μπλέκεται τώρα με φανταιζί και μαύρες κλωστές υφαίνοντας τα πεποικιλμένα άμφια και το ανούσιον του θεάματος που οι πιστοί τηλεθεατές θα καταναλώσουν».
Ας είναι… έτσι ήρθαν τα πράγματα κι έτσι θα πάνε, αν δεν τα αλλάξουμε… «Καλή Ανάσταση!» με στίχους: «Ανάσταση είναι σήμερα. Παιδιά, γυναίκες, γέροι/ κόκκινο αβγό στην τσέπη τους, χρυσό κερί στο χέρι/ όσα άστρα είναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα/ όλα έχουνε στην καθαρή ψυχή Απρίλη μήνα/ της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλή οι στύλοι/ ειρήνη! ειρήνη! Φιληθείτε οχτροί μαζί και φίλοι» (Η γυναίκα, Κώστας Βάρναλης).
Γιάννης Π. Τζήκας, «Μεγάλη εβδομάδα: Από λύπην υπάρχουμε»

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΤΙΚΟ ΣΤΕΦΑΝΙ

Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ: '' Στεφάνι με τριαντάφυλλα ''1858
  ΤΟ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΤΙΚΟ ΣΤΕΦΑΝΙ
 Το μοναδικό, σχεδόν, έθιμο που εξακολουθεί να μας συνδέει με την παραδοσιακή Πρωτομαγιά, είναι το πρωτομαγιάτικο στεφάνι.

 Η Πρωτομαγιά είναι μια γιορτή της άνοιξης και της φύσης με πανάρχαιες ρίζες, πλούσια σε εκδηλώσεις σε παλαιότερες εποχές. Στις μέρες μας η Πρωτομαγιά με το μάζεμα των λουλουδιών για το πρωτομαγιάτικο στεφάνι, ενισχύει τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, από την οποία οι περισσότεροι, δυστυχώς, έχουμε απομακρυνθεί, ζώντας στις απρόσωπες μεγαλουπόλεις.
Σύμφωνα με τη διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αικατερίνη Καμηλάκη, το στεφάνι κατασκευαζόταν με βέργα από ευλύγιστο και ανθεκτικό ξύλο κλήματος ή άλλο και στολιζόταν με λουλούδια και κλαδάκια καρποφόρων δέντρων, όπως η αμυγδαλιά, η συκιά και η ροδιά. Ακόμα, το διακοσμούσαν με στάχυα από σιτάρι και κριθάρι, με κρεμμύδι αλλά και σκόρδο για το μάτι. Η χρησιμοποίηση πρασινάδας και όχι τόσο λουλουδιών με σκοπό τη μετάδοση της γονιμότητάς τους ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των μαγιάτικων συνηθειών. Στον αγροτικό χώρο, μάλιστα, δε θεωρείτο απαραίτητο το πλέξιμο στεφανιών. Αρκούσε η τοποθέτηση πάνω από την πόρτα του σπιτιού μιας δέσμης από χλωρά κλαδιά ελιάς, συκιάς, νερατζιάς, πορτοκαλιάς και άλλα μαζί με λουλούδια. Απαραίτητη ήταν, επίσης, η ύπαρξη μεταξύ τους φυτών αποτρεπτικών του κακού, όπως είναι η τσουκνίδα, το σκόρδο και άλλα.
Σύμφωνα με κείμενο του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Μιχάλη Τιβέριου, το μαγιάτικο κλαδί ή το άνθινο στεφάνι, έχει κατά πάσα πιθανότητα τις ρίζες του στην αρχαιότητα: «Είναι γνωστό ότι στην αρχαία Ελλάδα τέτοια κλαδιά ή στεφάνια τα χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι δεν έλειπαν από καμία σημαντική εκδήλωση του δημόσιου, ιδιωτικού και θρησκευτικού βίου. Επιπλέον, είναι αξιοπρόσεκτο ότι μια σημαντική γιορτή ενός μήνα των αρχαίων, του Θαργηλίωνος, που αντιστοιχούσε, περίπου, με το δικό μας Μάιο, περιλάμβανε στα δρώμενά της την κατασκευή ενός κλαδιού ανάλογου με το μαγιάτικο. Το κλαδί αυτό δεν το έφτιαχναν με άνθη, αλλά με κλαδιά οπωροφόρων δέντρων, στα οποία αναρτούσαν κρεμμύδι και σκόρδο».
Στις μέρες μας που έχουμε καθιερώσει στεφάνια από λουλούδια του αγρού ή των κήπων, τα οποία τοποθετούμε για μερικές μέρες στην κύρια είσοδο των σπιτιών μας. Δύσκολα μπορεί, πια, να ανιχνευτεί συμβολισμός στο σύγχρονο πρωτομαγιάτικο στεφάνι, κατά το Μιχάλη Τιβέριο, αφού για τους περισσότερους δεν αποτελεί, ίσως, τίποτα περισσότερο από μια όμορφη και μυρωδάτη σύνθεση λουλουδιών, χωρίς να παραπέμπει σε συσχετισμούς σύμφωνα με τους οποίους «χαρίζει» στους ενοίκους ενός σπιτιού υγεία, καλή τύχη, ειρήνη, ευτυχία και ευφορία. Σίγουρα, όμως, η κατασκευή του χαρίζει ευφορία σε μεγάλους και μικρούς, που ξεφεύγοντας από τις πόλεις αναζητούν τη χαρά της άνοιξης στην ολάνθιστη φύση.